αθροιστικός

αθροιστικός
Αυτός που έχει σχέση με την άθροιση. (Γραμμ.) Αθροιστικά ή περιληπτικά ονόματα. Αυτά που στον ενικό αριθμό έχουν περιληπτική σημασία π.χ. η βουλή (αντί οι βουλευτές), ο στρατός (αντί οι στρατιώτες), η πόλη (αντί οι πολίτες) κλπ. αθροιστικές ή προσθετικές μέθοδοι. Μέθοδοι που αναπτύχθηκαν στην έγχρωμη φωτογραφία και βασίζονται στο γεγονός ότι αν αναμειχθούν τα τρία βασικά χρώματα, μπορούν να δημιουργηθούν, από την άποψη της οπτικής εντύπωσης που προκαλείται στο αισθητήριο της όρασης, άπειρα χρώματα με όλες τις δυνατές αποχρώσεις. Αρχικά, οι α.μ. χρησιμοποιήθηκαν στο χρωμοσκόπιο, που έδινε την έγχρωμη εικόνα ενός αντικειμένου. Σύμφωνα με τη μέθοδο αυτή, λαμβάνονταν τρία αντίγραφα του ίδιου αντικειμένου, καθένα από τα οποία αντιστοιχούσε σε ένα από τα τρία θεμελιώδη χρώματα, κόκκινο, πράσινο, μπλε (σε κάθε φωτογράφηση χρησιμοποιούνταν διαφορετικά φίλτρα). Τα αντίγραφα αυτά έμπαιναν μετά στο χρωμοσκόπιο, το ένα πάνω στο άλλο, και σχηματιζόταν η εικόνα του φωτογραφημένου αντικειμένου με τα χρώματά του. Οι νεότερες α.μ. χρησιμοποιούν φιλμ που η μπροστινή όψη τους είναι καλυμμένη από τρειςλεπτόκοκκες αλλεπάλληλες εμουλσιόν (φωτογραφικό γαλάκτωμα) που ευαισθητοποιείται η καθεμία, χάρη σε ειδικά φίλτρα, σε ένα από τα θεμελιώδη χρώματα της α.μ. αθροιστική ζήτηση.Η ποσότητα του εισοδήματος, που δαπανάται συνολικά για κατανάλωση και επενδύσεις. αθροιστική μηχανή. Χειροκίνητη ή ηλεκτροκίνητη υπολογιστική μηχανή που διαθέτει σύστημα πλήκτρων αριθμημένων από το 0 έως το 9 και μπορεί να εκτελέσει πολύ γρήγορα αθροίσεις πολυάριθμων και πολυψήφιων αριθμών. Η πρώτη α.μ. κατασκευάστηκε το 1642 από τον Μπλεζ Πασκάλ και η πρώτη μηχανή με πλήκτρα το 1851 από το Β. Σιλτ. Οι σύγχρονες α.μ. αποτελούν τελειοποίηση της μηχανής με 10 πλήκτρα, που κατασκευάστηκε γύρω στα τέλη του 19ου αι. από τον Χόπκινς και μπορούν να εκτελέσουν, εκτός από την πρόσθεση, αφαιρέσεις και πολλαπλασιασμούς. αθροιστικές ιδιότητες. Κατά τον Ρωσογερμανό φυσικοχημικό Φρίντριχ Όστβαλντ (1853-1932), οι ιδιότητες εκείνες των χημικών ενώσεων που δεν εξαρτώνται από τον τρόπο που είναι τοποθετημένα τα άτομα στο μόριο της ένωσης, αλλά μόνο από το είδος και τον αριθμό τους (π.χ. το ειδικό βάρος των ατμών μιας ένωσης).
* * *
-ή, -ό (Α ἀθροιστικός, -ή, -όν) [ἀθροίζω]
αυτός που αναφέρεται ή ανήκει στην άθροιση ή είναι κατάλληλος γι' αυτή
(στη Γραμματ.) ό,τι δηλώνει άθροιση, π.χ. «το αθροιστικό α» (βλ. στο λήμμα α)
«τα αθροιστικά ονόματα», που αναφέρονται και ως «περιληπτικά», τα ονόματα δηλ. που, αν και απαντούν στον ενικό, έχουν έννοια περιληπτική, όπως «η βουλή, ο στρατός κ.λπ.» (αντί οι βουλευτές, οι στρατιώτες κ.λπ.)
αρχ.
αυτός που προκαλεί συνάθροιση, που συγκεντρώνει κόσμο
«ἀθροιστικαὶ γὰρ ἀνθρώπων... ἑορταὶ» (Γρηγ. Ναζ.)
γιορτές που συγκεντρώνουν κόσμο
«νεφεληγερέτης
νεφῶν ἀθροιστικὸς» (Σχόλ. στον Όμηρο)
αυτός που συγκεντρώνει τα σύννεφα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ἀθροιστικός — given to accumulation masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αθροιστικός — ή, ό 1. αυτός που έχει σχέση με την άθροιση: Είχε κάμει μερικά αθροιστικά σφάλματα. 2. ως όρος στη γραμματική «αθροιστικά ονόματα» (αλλιώτικα «περιληπτικά»), αυτά που στον ενικό αριθμό έχουν περιληπτική σημασία: Βουλή (βουλευτές), στρατός… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀθροιστικά — ἀθροιστικός given to accumulation neut nom/voc/acc pl ἀθροιστικά̱ , ἀθροιστικός given to accumulation fem nom/voc/acc dual ἀθροιστικά̱ , ἀθροιστικός given to accumulation fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀθροιστικόν — ἀθροιστικός given to accumulation masc acc sg ἀθροιστικός given to accumulation neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀθροιστικαί — ἀθροιστικός given to accumulation fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀθροιστικοί — ἀθροιστικός given to accumulation masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀθροιστικοῦ — ἀθροιστικός given to accumulation masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀθροιστικήν — ἀθροιστικός given to accumulation fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀθροιστικῶς — ἀθροιστικός given to accumulation adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αθροίζω — (Α ἀθροίζω και ἁθροίζω) συλλέγω, συγκεντρώνω, μαζεύω, συναθροίζω νεοελλ. Μαθημ. εκτελώ την πράξη τής προσθέσεως, προσθέτω αρχ. Ι. ενεργ. 1. παραθέτω συγκεντρωτικά, αραδιάζω 2. συσσωρεύω, θησαυρίζω ΙΙ μέσ. συγκεντρώνω για τον εαυτό μου ή γύρω από… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”